- παπαιάξ
- παπαιάξ, Ausruf des freudigen Erstaunens, der etwas Komisches hat; 'au weih' statt 'au weh'
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παπαιάξ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπαιάξ — Α επιφών. βλ. παπαί … Dictionary of Greek
βαβαιάξ — επιφών. (Α) εντονότερος τ. του βαβαί. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού βαβαί, που λήγει σε ξ, όπως πολλές ηχομιμητικές λέξεις (πρβλ. βρεκεκέξ, κοάξ, παπαιάξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
παπαί — και παπαιάξ Α επιφών. 1. για μεγάλη θλίψη, οδύνη ή σωματικό πόνο) πω, πω, αλίμονο 2. για θαυμασμό ή χαρά με έκπληξη 3. για αποστροφή και περιφρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. βαβαί, βαβάζω). Το λατ. papae (πρβλ. babae) είναι δάνειο από… … Dictionary of Greek